Ενημερώσεις ανά θέμα
Εγγραφή στο Newsletter
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ AΡΧΕΙΟΥ
Κατηγορίες κειμένου: | |
---|---|
Χώρα αναφοράς: | ΤΥΝΗΣΙΑ |
Ημερομηνία: | 04/01/2023 |
Έκδοση: | Γραφείο Ο.Ε.Υ. Τύνιδας |
Κείμενο: | Πρόσφατα η Παγκόσμια Τράπεζα δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο ‘Tunisia’s Job Landscape Overview’ για την αγορά εργασίας στην Τυνησία. Τα κύρια ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται στους εξής τρείς τομείς: 1) Λιγότερο από το ήμισυ των ατόμων σε ηλικία εργασίας συμμετέχει ενεργά στην αγορά εργασίας, δηλαδή είτε απασχολείται είτε αναζητά εργασία. Δύο ομάδες ξεχωρίζουν ιδιαίτερα λόγω των χαμηλών ποσοστών συμμετοχής και απασχόλησης: οι γυναίκες και οι νέοι. Η φειδωλή δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας είναι ένας από τους κύριους λόγους για το υψηλό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων με τριτοβάθμια εκπαίδευση. 2) Σημαντικό ποσοστό εργαζομένων απασχολείται στην ανεπίσημη οικονομία. Μεταξύ των μισθωτών, η απασχόληση σε αυτό το τμήμα της οικονομίας είναι πιο διαδεδομένη στις πληθυσμιακές ομάδες των ανδρών, των νέων και των εργαζομένων χαμηλής εκπαίδευσης/εξειδίκευσης, και εντοπίζονται κυρίως σε αγροτικές περιοχές και περιοχές της ενδοχώρας. Ωστόσο, ενώ οι εργαζόμενοι με τέτοια προφίλ αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στο επίσημο κομμάτι της οικονομίας (σε θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα ή στον ιδιωτικό τομέα) και δεν προστατεύονται από τους κινδύνους που καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση (όπως συμβάντα υγείας, γήρας, ανεργία και αναπηρία), από την άλλη δεν υφίστανται μισθολογικές κυρώσεις όπως συμβαίνει με τους εργαζόμενους στην επίσημη οικονομία. 3) Η επένδυση στην εκπαίδευση αποφέρει σημαντικές μελλοντικές προσαυξήσεις σε επίπεδο μισθολογικών απολαβών στην Τυνησία σε σχέση με τις χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Το 2019, οι εργαζόμενοι με πρωτοβάθμια εκπαίδευση απολάμβαναν μια προσαύξηση περίπου 12,6% ανά ώρα εργασίας σε σχέση με τους εργαζόμενους χωρίς εκπαίδευση. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απέφερε προσαύξηση περίπου 9,1% σε σχέση με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και η τριτοβάθμια εκπαίδευση 26,1% σε σχέση με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, οι προσαυξήσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σημαντικά υψηλότερες στο δημόσιο τομέα και έχουν αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, ενώ έχουν μειωθεί στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό εγείρει ένα ερώτημα σχετικά με τη βιωσιμότητα της αύξησης των μισθών στον δημόσιο τομέα. Συμπληρωματικά από τις υπόλοιπες παρατηρήσεις της μελέτης συγκρατούνται τα εξής: Πρώτον, τα υψηλά και αυξανόμενα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) που δημιουργήθηκαν από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στον απόηχο της επανάστασης και από τη μείωση των εξαγωγών και τη συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών, αντίστοιχα, αύξησαν το κόστος κεφαλαίου και συνέβαλαν στη μείωση των επενδύσεων και στην επιδείνωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Δεύτερον, παρά τα υψηλά ποσοστά εισόδου και εξόδου, ιδιαίτερα μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις δεν αυξάνονται σε μέγεθος μετά την είσοδο. Η έλλειψη δυναμισμού του ιδιωτικού τομέα μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες. Βασικό στοιχείο είναι η περιορισμένη ανταγωνιστικότητα της αγοράς. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με πολιτικές διασυνδέσεις και οι κρατικές επιχειρήσεις δεν ακολουθούν καμία λογική επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας επειδή προστατεύονται από τον ανταγωνισμό χάρη στην άμεση στήριξη και χρηματοδότηση που εγγυάται το κράτος, την επιβολή δασμών, τα όρια στις άμεσες ξένες επενδύσεις και τον έλεγχο των τιμών. Από την πλευρά μας σημειώνουμε ότι η δημοσίευση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε σε μια χρονική συγκυρία όπου η κυβέρνηση της Τυνησίας ακόμα δεν έχει επιτύχει την εκταμίευση της πρώτης δόσης από το ΔΝΤ με το οποίο ήλθε σε αρχική συμφωνία (1.9 δισεκ. δολάρια) τον Οκτώβριο του 2022 και μέρος των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων αφορούν τον περιορισμό του ανεπίσημου τμήματος της οικονομίας, την συγκράτηση του μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα και την δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας παράλληλα με την αύξηση των κινήτρων στους υποψηφίους επενδυτές. |