Ενημερώσεις ανά θέμα
Εγγραφή στο Newsletter
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ AΡΧΕΙΟΥ
Η Γαλλία θα πρέπει να δανειστεί από τις αγορές πάνω από 300 δισ. ευρώ το 2025
Κατηγορίες κειμένου: | |
---|---|
Χώρα αναφοράς: | ΓΑΛΛΙΑ |
Ημερομηνία: | 18/10/2024 |
Έκδοση: | Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων |
Κείμενο: | Η Γαλλία θα πρέπει να εκδώσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ το 2025, ένα νέο ρεκόρ μετά από έκδοση 285 δισ. ευρώ το 2024 και 270 δισ. ευρώ το 2023. Στο ποσό αυτό των 300 δισ. ευρώ δεν υπολογίζονται οι προεξοφλήσεις χρέους που γίνονται με πρωτοβουλία της Agence France Trésor (AGF), οργανισμού αντίστοιχου με τον ελληνικό Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, προκειμένου να διασφαλιστούν αναχρηματοδοτήσεις του δημοσίου χρέους ή χρέη με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής, οι οποίες ανήλθαν σε 21,4 δισ. ευρώ το 2024. Οι χρηματοδοτικές αυτές ανάγκες της τάξεως των 300 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει για το 2025 μία ελαφρά μείωση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού εντόκων κυρίως γραμματίων που αποσκοπεί στην κάλυψη απρόβλεπτων χρηματοδοτικών αναγκών. Το σχέδιο προϋπολογισμού για το έτος 2025 που κατατέθηκε από την κυβέρνηση στις 10 Οκτωβρίου τ.έ. προβλέπει μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών για το επόμενο έτος στα 306,7 δισ. ευρώ. Οι εν λόγω χρηματοδοτικές ανάγκες είχαν φτάσει το 2024 τα 319,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων λόγω της ολισθηρής πορείας των δημόσιων οικονομικών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη για τα δημόσια έσοδα σε συνάρτηση με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τις προβλεπόμενες δημόσιες δαπάνες. Με βάση το σχέδιο δημοσιονομικών περικοπών και φορολογικών επιβαρύνσεων, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες που θα καλύψουν οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις θα μειωθούν αισθητά από 166,6 δισ. ευρώ το 2024 σε 135,6 δισ. ευρώ το 2025. Αυτό αντιστοιχεί σε 5% του ΑΕΠ για το επόμενο έτος έναντι 6,1% για το τρέχον έτος, ένας λόγος δηλαδή χρέους προς ΑΕΠ αυξημένος κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 114,7%, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίες βασίζονται σε ένα ρυθμό ανάπτυξης 1,1% το επόμενο έτος. Το γεγονός ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες δε μειώνονται αντίστοιχα με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων χρεών που θα φτάσει τα 174,8 δισ. ευρώ το 2025 έναντι 155,1 δισ. ευρώ το 2024. Για την ακρίβεια, η Γαλλία θα χρειαστεί 172,7 δισ. ευρώ δάνεια για να αναχρηματοδοτήσει –στην ονομαστική τους αξία- έξι κατηγορίες ομολογιακών δανείων και 2,1 δισ. ευρώ για τίτλους που αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό. Στα τέλη Σεπτεμβρίου τ.έ. οικονομολόγοι της τράπεζας Barclays εξέφρασαν ανησυχίες ότι η Γαλλία θα χρειαστεί να εκδώσει το 2025 περισσότερα από 160 δισ. νέα μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα χρέη χωρίς να υπολογίζουμε την εξόφληση ληξιπρόθεσμων δανείων. Στο ποσό αυτό προστίθενται 60 δισ. που θα πρέπει να αντληθούν από ιδιώτες επενδυτές λόγω των επανεπενδύσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που συνδέονται με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω έκτακτων συνθηκών την περίοδο της πανδημίας. Σε τελική ανάλυση, με βάση τις ίδιες υποθέσεις, η χώρα θα χρειαστεί συνεπώς 187 δισ. νέα δάνεια τα οποία θα πρέπει να αναζητήσει από τις αγορές το επόμενο έτος και όχι 220 δισ., εκτιμούν οι αναλυτές. Η μείωση των προγραμμάτων αγοράς χρεών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά τη λήξη των επανεπενδύσεων, άρχισε από το 2022 στο πλαίσιο του προγράμματος τακτικών αγορών και αναχρηματοδότησής τους από ιδιώτες επενδυτές, αναφέρει ο Antoine Deruennes, ο Γενικός Διευθυντής της Agence France Trésor. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα επιτόκια έχουν πτωτική τάση, παρά την άνοδο των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά. Μετά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που οδήγησε σε αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων με παράλληλη αύξηση του βασικού επιτοκίου το μέσο κόστος χρηματοδότησης της Γαλλίας αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 2022, όταν ήταν 1,04%, και του 2023 που έφτασε το 3,16%. Αυτό δεν συνέβη το 2024 παρά την σταδιακή δημοσιονομική εκτροπή που ανησύχησε τις αγορές. Το μέσο κόστος μειώθηκε στο 3,13% φέτος, μετά από μία άνοδο στο 3,33% και στο 3,57% για τις εκδόσεις βραχυπρόθεσμων ομολόγων και μία πτώση από 3,03% σε 2,92% των μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων ομολόγων. Μέσα σε ένα χρόνο, δηλαδή, τα επιτόκια μειώθηκαν από 3,5% σε 3% και η μέση διάρκεια λήξης του συνολικού χρέους σε 8,5 έτη, κάτι που επέτρεψε την εξομάλυνση της επίδρασης της αύξησης των επιτοκίων. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν σε 45,8 δισ. ευρώ το 2024 ήτοι 1,5%, σύμφωνα με τους όρους του Μάαστριχτ, ενώ το συνολικό ύψος του χρέους ήταν, τον Αύγουστο του 2024, 2.382 δισ. Για το 2025, το Υπουργείο Οικονομικών βασίζεται στην υπόθεση ελαφράς μείωσης των επιτοκίων τρίμηνων των έντοκων γραμματίων μέχρι το 3% έναντι 3,20% σήμερα και με αύξηση των δεκαετών ομολόγων σε 3,60% έναντι του 3,02% σήμερα, γεγονός που θα αυξήσει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους το επόμενο έτος σε 54,4 δισ. Σε ό,τι αφορά στις άλλες πηγές χρηματοδότησης, το Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ελαφρά μείωση των πόρων που διατίθενται στο Ταμείο Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους και στοχεύουν στην απόσβεση χρέους από 6,5 σε 5,2 δισ. |