Ενημερώσεις ανά θέμα
Εγγραφή στο Newsletter
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ AΡΧΕΙΟΥ
Η αύξηση της παραγωγικότητας μείζον πρόβλημα της γαλλικής οικονομίας
Κατηγορίες κειμένου: | |
---|---|
Χώρα αναφοράς: |
![]() |
Ημερομηνία: | 21/02/2025 |
Έκδοση: | Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων |
Κείμενο: | Η γαλλική οικονομία αντιμετωπίζει την τελευταία δεκαπενταετία ένα σοβαρό πρόβλημα χαμηλού ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας. Την περίοδο 2010-2019 η συνολική παραγωγικότητα (total factor productivity growth) αυξήθηκε κατά 0,8% κατά μέσο όρο ετησίως (έναντι 1,8%, για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980). Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τις επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 και της ενεργειακής κρίσης. Πράγματι, την περίοδο 2019-2023, η παραγωγικότητα κατέγραψε στη Γαλλία μείωση κατά 2,8% λόγω κυρίως των κρατικών επιδοτήσεων που επέτρεψαν τη διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα, παρά τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Αντίστοιχο φαινόμενο καταγράφεται και σε άλλες συγκρίσιμες με τη Γαλλία ευρωπαϊκές χώρες, όπου η παραγωγικότητα επίσης μειώθηκε σε μικρότερο εντούτοις βαθμό κατά 0,7% την εν λόγω περίοδο. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, μεταξύ δηλαδή 2019-2023 στις ΗΠΑ παρατηρήθηκε σημαντική άνοδος της παραγωγικότητας κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Αξιοσημείωτο είναι ότι την περίοδο 2019-2024 δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών της Γαλλίας (Institut National de Statistique et des études économiques- INSEE) 1,1 εκατ. θέσεις εργασίας. Συνολικά, η ανεργία μειώθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και συγκεκριμένα , από 10,5% σε 7,4% μεταξύ 2017-2024. Η μείωση της ανεργίας συνοδεύτηκε, ωστόσο, από μείωση της παραγωγικότητας λόγω κυρίως της μαζικής επέκτασης των θέσεων μαθητείας και της γενναιόδωρης επιδότησης μη βιώσιμων συχνά επιχειρήσεων την περίοδο της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης, η οποία τους επέτρεψε να διατηρούν θέσεις εργασίας με χαμηλή παραγωγικότητα. Από το δεύτερο εξάμηνο του 2023 καταγράφεται μία αντιστροφή της ανωτέρω τάσης. Το 2024 η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 2%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γαλλικού Παρατηρητηρίου της Γαλλικής Οικονομικής Συγκυρίας (Observatoire Français de Conjoncture Economique-OFCE) με ταχύτερο, δηλαδή, ρυθμό σε σχέση με την περίοδο 2010-2019 που, όπως αναφέρθηκε η μέση αύξηση της παραγωγικότητας περιοριζόταν σε 0,8% ετησίως. Σύμφωνα με τους αναλυτές του OFCE, η Γαλλία γνωρίζει σήμερα μία συγκρατημένη οικονομική μεγέθυνση με ταυτόχρονη μείωση της απασχόλησης. Όπως επισημαίνουν, το 2024 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1% και η προστιθέμενη αξία στον ιδιωτικό τομέα κατά 2%, ενώ οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 50.000. Η Τράπεζα της Γαλλίας εκτιμά ότι η ωριαία παραγωγικότητα θα σημειώσει το 2025 σημαντική αύξηση κατά 2% με παράλληλη μείωση κατά 109.000 των υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Από την πλευρά του, το OFCE προβλέπει μείωση της απασχόλησης κατά 150.000 θέσεις εργασίας στο τρέχον έτος ένεκα κυρίως της αβεβαιότητας του οικονομικού περιβάλλοντος, της δραστικής μείωσης των επιδοτήσεων της μαθητείας και του περιορισμού των ελαφρύνσεων στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Μεσοπρόθεσμα προβλέπεται σταδιακή επάνοδος στο ρυθμό ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας κατά 0,8% στα επίπεδα, δηλαδή, της περιόδου 2010-2019 Η παρατηρούμενη κάμψη του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας αποτελεί, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας (Conseil National de la Productivité-CNP), ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Προς τούτο συνέτειναν η υπερβολική αύξηση των θέσεων μαθητείας, προκειμένου να απορροφηθεί η ανεργία των νέων, η μείωση του μισθολογικού κόστους που κινήθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα του πληθωρισμού και η πληρέστερη καταγραφή της αδήλωτης εργασίας, λόγω των κρατικών επιδοτήσεων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας. Πέραν των συγκυριακών αυτών παραγόντων, η παραγωγικότητα αναμένεται να επηρεαστεί μελλοντικά, σύμφωνα με το CNP και από τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ωθούν τις επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγική τους δυναμικότητα λόγω της ασθενούς εγχώριας ζήτησης, τις πρακτικές φορολογικής βελτιστοποίησης που δεν επιτρέπουν την καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας και τα ρυθμιστικά εμπόδια που επιβραδύνουν την ανάπτυξη καινοτόμων ψηφιακών υπηρεσιών. |